- σταυροφόρος
- [ставрофорос] ουσ. α (ιστ.) крестоносец,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
σταυροφόρος — bearing a cross masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταυροφόρος — ο / σταυροφόρος, ον, ΝΜΑ αυτός που φέρει σταυρό νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σταυροφόρα βοτ. τα σταυρανθή νεοελλ. μσν. το αρσ. ως ουσ. ο σταυροφόρος πολεμιστής τού μεσαίωνα με σταυρό ραμμένο στη στολή του, ο οποίος έλαβε μέρος σε… … Dictionary of Greek
σταυροφόρος, -α — ο αυτός που φοράει σταυρό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σταυροφόρος — ο πολεμιστής που πήρε μέρος στις σταυροφορίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σταυροφόρον — σταυροφόρος bearing a cross masc/fem acc sg σταυροφόρος bearing a cross neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταυροφόροι — σταυροφόρος bearing a cross masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταυροφόροις — σταυροφόρος bearing a cross masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταυροφόροισι — σταυροφόρος bearing a cross masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταυροφόρου — σταυροφόρος bearing a cross masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταυροφόρους — σταυροφόρος bearing a cross masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταυροφόρων — σταυροφόρος bearing a cross masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)